- λόφῃ
- λόφηcrestfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λόφη — λόφη, ἡ (Α) η λοφιά («οἱ δὲ τὴν λόφην δασεῑαν εἶχον τριχώδη», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λόφος, πιθ. κατά το κόμη] … Dictionary of Greek
λόφην — λόφη crest fem acc sg (attic epic ionic) λοφάω have a crest imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) λοφάω have a crest imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφηφόρος — λοφηφόρος, ον (Α) (για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek